ουσιάρχης

ουσιάρχης
οὐσιάρχης, ὁ (Α)
ο δημιουργός τής ύπαρξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐσία + -άρχης (< ἄρχω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οὐσιάρχης — source of existence masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐσιάρχας — οὐσιάρχᾱς , οὐσιάρχης source of existence masc acc pl οὐσιάρχᾱς , οὐσιάρχης source of existence masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • The Space Trilogy — Out of the Silent Planet, Perelandra, That Hideous Strength Author Clive Staples Lewis Country United Kingdom Language …   Wikipedia

  • -άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… …   Dictionary of Greek

  • ουσιαρχία — οὐσιαρχία, ἡ (Α) [ουσιάρχης] η πηγή τής ύπαρξης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”